χτυπημένος

χτυπημένος
battu

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ηλύσιος — α, ο (AM ἠλύσιος, ία, ον) (συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων νεοελλ. 1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός 2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια ο παράδεισος αρχ. αυτός που ανήκει ή …   Dictionary of Greek

  • ακοντοδόκος — ἀκοντοδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκων (Ι) + δόκος < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αλίτρυτος — ἁλίτρυτος, ον (Α) ο κατατρυχόμενος από τη θάλασσα, ταλαιπωρημένος ή χτυπημένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, φθείρω καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • αστερόπληκτος — ἀστερόπληκτος, ον (Α) χτυπημένος από μετεωρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + πληκτος < πλήσσω] …   Dictionary of Greek

  • αστραπόβλητος — ἀστραπόβλητος, ον (Μ) χτυπημένος από αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βλητος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • βαρυσύμφορος — βαρυσύμφορος, ον (Α) 1. χτυπημένος από βαριά συμφορά 2. εκείνος που επιφέρει μεγάλες συμφορές …   Dictionary of Greek

  • βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) ο χτυπημένος από τη δύναμη κάποιου δαίμονα, θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ)] …   Dictionary of Greek

  • διόβλητος — διόβλητος, ον και διοβλής, ( ῆτος), ο, η (AM) ο χτυπημένος από τον Δία, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βλητος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • διόκτυπος — διόκτυπος, ον (Α) χτυπημένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διό * + κτύπος] …   Dictionary of Greek

  • δορίπληκτος — δορίπληκτος, ον (Α) χτυπημένος από δόρυ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”